- ραγάδα
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας.
* * *η / ῥαγάς, -άδος, ΝΜΑ1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού δέρματος που παρουσιάζεται ιδίως στα άκρα τού σώματος, σκάσιμονεοελλ.1. ιατρ. δευτερογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος λόγω ρήξεως τής επιδερμίδας και τής θηλώδους στιβάδας τού χορίου, συνήθως γύρω από φυσικά στόμια, λ.χ. από το στόμα, τις θηλές τών μαστών, τον πρωκτό2. βοτ. στον πληθ. οι ραγάδεςμορφή ελαττωμάτων δομής τού ξύλου και συγκεκριμένα διακοπή τής συνέχειας και αποχωρισμός τού ξυλώδους ιστού που μειώνουν την αξία χρήσης τού ξύλου για τεχνικές κατασκευές3. φρ. «ῥαγάδα τού πρωκτού»ιατρ. επιφανειακή εξέλκωση που εδράζεται στο βάθος μιας από τις ακτινοειδείς πτυχές τού πρωκτού και χαρακτηρίζεται κλινικώς από επώδυνη σύσπαση τού σφιγκτήρα τού πρωκτούαρχ.1. ρωγμή τού εδάφους, ρήγμα, ρηγμάτωση2. σωλήνας, αυλός3. αιμορροΐδες4. (κατά τον Ησύχ.) «σταφυλίς, ῥωγάς».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ἐρράγην), με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. πληγ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.